- καρναλλίτης
- ο(ορυκτ.) ορυκτό ένυδρο διπλό άλας χλωριούχου καλίου και μαγνησίου, πολύτιμο για τη λίπανση αγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. Carnall-ite < το όν. τού Γερμανού μηχανικού Rudolf von Carnall. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αναστάσιο Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.